επιχείρημα

επιχείρημα
Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι αναφορές γεγονότων και, στη συνέχεια, τα γεγονότα να μπορούν να αποτελέσουν μαρτυρία για το συμπέρασμα. Αυτό που απασχολεί περισσότερο την επιστήμη της Λογικής είναι το δεύτερο, δηλαδή εάν οι προτάσεις συνδέονται με το συμπέρασμα. Οι συλλογισμοί αυτοί είναι σύνθετοι, γιατί η μία από τις προτάσεις τουλάχιστον είναι ενθύμημα, δηλαδή ολόκληρος απλός συλλογισμός. Παραδείγματος χάριν: «Όλοι οι οργανισμοί είναι θνητοί. / Ο άνθρωπος είναι οργανισμός. / Άρα, ο άνθρωπος είναι θνητός». «Οτιδήποτε αυξάνει τις τιμές ζημιώνει τον καταναλωτή. / Ορισμένοι δασμοί εισαγωγής αυξάνουν τις τιμές. / Άρα ορισμένοι δασμοί εισαγωγής ζημιώνουν τον καταναλωτή».
* * *
το (AM ἐπιχείρημα) [επιχειρώ]
1. εγχείρημα, τόλμημα, τολμηρή πράξη ή απόπειρα
2. στρατιωτική ενέργεια εναντίον τού εχθρού
3. σύντομη απόδειξη με αιτιολογία, διατύπωση σκέψης με μορφή συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία
αρχ.
βάση, ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”